- μοιράρχης
- μοιράρχης, ὁ (Μ)ο αρχηγός τής μοίρας, στρατιωτικού τμήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα + «τμήμα στρατού» + -άρχης* (πρβλ. θαλαμ-άρχης, ομαδ-άρχης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek